- υπάτισσα
- ἡ, ΜΑη γυναίκα τού υπάτου.[ΕΤΥΜΟΛ. < ὕπατος (ΙΙ) + κατάλ. -ισσα (πρβλ. βασίλ-ισσα)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ὑπάτισσα — ὑπά̱τισσα , ὑπό ἀτίζω not to honour aor ind act 1st sg (epic doric aeolic) ὑπό ἀτίζω not to honour aor ind act 1st sg (epic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)